Τα Νερά του Πλατάνου
Το Παραμύθι Μας
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μαγευτικό και πανέμορφο βουνό, τον Πάρνωνα, χιλιάδες άνθρωποι, στα γραφικά και ξεχωριστά χωριά του, ξεδίπλωναν δημιουργικά την καθημερινότητα, σμιλεύοντας το χρόνο με τη φαντασία και χτίζοντας με όνειρα τη λογική.
Η μητέρα Πατρίδα και ο πατήρ Κράτος (ακαθορίστου φύλου και γένους ουδετέρου) τους αγνοούσαν και μόνο προεκλογικά τους ανακάλυπταν, χτίζοντάς τους με τα λόγια ανώγεια και κατώγεια και μοιράζοντάς τους υποσχέσεις, πλουσιοπάροχα μεν άνευ αντικρίσματος δε.
Κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός ώσπου άλλαξαν οι εποχές, παρουσιάστηκαν νέες ανάγκες, καινούρια προβλήματα προστέθηκαν στα άλυτα παλιά, και μόνο η κυρία Κρατική Μέριμνα, η κυρία Περιφερειακή Ανάπτυξη και ο κύριος Κρατικός Προγραμματισμός παρέμεναν ίδιοι, συνεχίζοντας να γρατζουνάνε τη βιόλα τους στον ίδιο ανάλγητο σκοπό.
Είδαν κι απόειδαν οι κάτοικοι κι αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στη μάνα Πατρίδα, πιάνοντας γραμμή, έπειτα από προσπάθειες μηνών, στο μοναδικό τηλέφωνο των χωριών:
-Ελλάς, Ελλάς ….τι θα γίνει μάνα μας με εμάς; Είχε παράσιτα, κόπηκε η γραμμή, δεν ξαναλειτούργησε το τηλέφωνο, στείλανε γράμμα και γραφή κι απάντηση δεν πήραν …και πήραν τα λιγοστά μπογαλάκια τους και των οματιών τους, τραβώντας άλλοι για Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία, άλλοι για το Μεγάλο Χωριό της Αθήνας κι άλλοι για τα χωριά του κάμπου και το γιαλό.
Κάπως έτσι σταμάτησε να δουλεύει η φτερωτή του μύλου, έγιναν ρουμάνια τα αλώνια, χάθηκαν τα καραβάνια στα λιθόστρωτα, σίγησε η ανθρώπινη λαλιά και το τραγούδι στο δάσος, σφραγίστηκαν οι πόρτες των σχολειών, έσβησε το όνειρο …….
Και μείνανε λιγοστοί στα χωριά να φυλάνε Θερμοπύλες και για να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα, ζώντας με τις αναμνήσεις κι έχοντας παρηγοριά το ανυπέρβλητο φυσικό μεγαλείο του Πάρνωνα .
Έτσι τελειώνει τούτο το παραμύθι της αλήθειας κι αρχίζει η πραγματικότητα για τη λογική του παράλογου ή το παράλογο της λογικής.